- ασφετέριστος
- -η, -οαυτός που δεν τον σφετερίστηκαν ή που δεν τον οικειοποιήθηκαν παράνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σφετερίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.